- ομολογιακός
- -ή, -ό [ομολογία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία2. φρ. «ομολογιακό δάνειο»(οικον.) το δάνειο που συνάπτει το κράτος ή μια εταιρεία εκδίδοντας ομολογίες, τις οποίες αγοράζει το κοινό, για να τίς εξοφλήσει εντόκως έπειτα από ορισμένο χρονικό διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.